σφοδρότητα

σφοδρότητα
η / σφοδρότης, -ητος, ΝΜΑ [σφοδρός]
η ιδιότητα τού σφοδρού, μεγάλη ένταση, ορμητικότητα, βιαιότητα (α. «η σφοδρότητα τής τρικυμίας» β. «ο στρατός μας επιτέθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα» γ. «τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου», Ξεν.
δ. «πάγων σφοδρότητες», Θεόφρ.)
αρχ.
(για δικαστή) αυστηρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφοδρότητα — η το να είναι κάτι σφοδρό: Η σφοδρότητα των ανέμων εμπόδισε τον απόπλου των πλοίων. – Η σφοδρότητα του πάθους του τον παρέσυρε σε πράξεις φοβερές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφοδρότητα — σφοδρότης vehemence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • λυσσομανώ — άω (Α λυσσομανώ, έω) [λυσσομανής] είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσα νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς») 2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα») …   Dictionary of Greek

  • σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… …   Dictionary of Greek

  • σφόδρα — ΝΜΑ επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.) μσν. αρχ. 1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.) ii) …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”